- φυκιοφόρος
- φῡκιο-φόρος, ον,A bearing seaweed,
ἀκταί Xenocr.
ap. Orib. 2.58.110.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκταί Xenocr.
ap. Orib. 2.58.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυκιοφόρος — ον, Α αυτός που έχει φύκη («φυκιοφόρος ἀκτή», Ξενοκρ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < φύκιον / φυκίον, υποκορ. τού φῦκος + φόρος*] … Dictionary of Greek
φυκιοφόροις — φυκιοφόρος bearing seaweed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)